- συναλλακτής
- συναλλ-ακτής, οῦ, ὁ,A mediator, negotiator, Id.II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναλλακτής — mediator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτής — και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [συναλλάσσω] ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις … Dictionary of Greek
συναλλακτῶν — συναλλακτής mediator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτάς — συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc acc pl συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτεύω — Μ [συναλλακτής] κάνω ανταλλακτικό εμπόριο … Dictionary of Greek
συναλλακτούμαι — έομαι, Α [συναλλακτής] έχω συναλλαγές με κάποιον … Dictionary of Greek